- σωφρονιστήρας
- οκαθένα από τα δόντια που μετά το εικοστό (ή και μετά το τριακοστό) έτος της ηλικίας φυτρώνουν στα εσωτερικά άκρα των δύο σαγονιών, ο φρονιμίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.