σωφρονιστήρας

σωφρονιστήρας
ο
καθένα από τα δόντια που μετά το εικοστό (ή και μετά το τριακοστό) έτος της ηλικίας φυτρώνουν στα εσωτερικά άκρα των δύο σαγονιών, ο φρονιμίτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωφρονιστήρας — ο / σωφρονιστήρ, ῆρος, ΝΜΑ ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης μσν. αρχ. σωφρονιστής αρχ. φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστῆρας — σωφρονιστήρ wisdom teeth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονίτης — ο, Ν ο σωφρονιστήρας, ο φρονιμίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώφρονας + κατάλ. ίτης (πρβλ. φρονιμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. σωφρονιστήρας …   Dictionary of Greek

  • φρονιμίτης — ο το δόντι «σωφρονιστήρας» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”